- καταγορευτικός
- καταγορευτικός, -ή, -όν (Α) [καταγορεύω]1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγορευτικῶν — καταγορευτικός declaratory fem gen pl καταγορευτικός declaratory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγορευτικόν — καταγορευτικός declaratory masc acc sg καταγορευτικός declaratory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)